πολυπραγμοσύνη

πολυπραγμοσύνη
η, ΝΜΑ [πολυπράγμων]
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά πράγματα, το να είναι πολυάσχολος
2. το να ασχολείται κανείς με θέματα που δεν τόν αφορούν, το να επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις
μσν.-αρχ.
1. η τάση τού να προσπαθεί κανείς να μάθει πολλά
2. η προσεκτική μελέτη, η ακριβής έρευνα
μσν.
(για τους Ιουδαίους) η στενή αντίληψη, η εμμονή στο γράμμα τού νόμου
αρχ.
η προσπάθεια για καθεστωτική εκτροπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυπραγμοσύνη — curiosity fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύνῃ — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύνη — η η ασχολία με πολλά ή με ξένες υποθέσεις: Η πολυπραγμοσύνη σου σε αποσπά από το κύριο έργο σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπραγμοσύναι — πολυπραγμοσύνη curiosity fem nom/voc pl πολυπραγμοσύνᾱͅ , πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσυνῶν — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύναις — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύνην — πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύνης — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπραγμοσύνας — πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc pl πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Polypragmosyne — (griechisch πολυπραγμοσύνη, polypragmosyne, von polý = viel und prágma = etwas, was betrieben wird ) bezeichnet eine auffällige Vielgeschäftigkeit, eine Gewohnheit oder psychischen Zwang, sich in Alles und Jedes zu mischen. Zugrunde liegt meist… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”