πολυπραγμοσύνη — curiosity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύνῃ — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύνη — η η ασχολία με πολλά ή με ξένες υποθέσεις: Η πολυπραγμοσύνη σου σε αποσπά από το κύριο έργο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπραγμοσύναι — πολυπραγμοσύνη curiosity fem nom/voc pl πολυπραγμοσύνᾱͅ , πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσυνῶν — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύναις — πολυπραγμοσύνη curiosity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύνην — πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύνης — πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπραγμοσύνας — πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem acc pl πολυπραγμοσύνᾱς , πολυπραγμοσύνη curiosity fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Polypragmosyne — (griechisch πολυπραγμοσύνη, polypragmosyne, von polý = viel und prágma = etwas, was betrieben wird ) bezeichnet eine auffällige Vielgeschäftigkeit, eine Gewohnheit oder psychischen Zwang, sich in Alles und Jedes zu mischen. Zugrunde liegt meist… … Deutsch Wikipedia